ζυμουμένων

ζυμουμένων
ζῡμουμένων , ζυμόω
leaven
pres part mp fem gen pl
ζῡμουμένων , ζυμόω
leaven
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυκόδερμα — το βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”